- ἀπατιμάζω
- ἀπᾰτῑμ-άζω, = sq.,A
ἀπητιμασμένη A.Eu.95
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπητιμασμένη A.Eu.95
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απατιμάζω — ἀπατιμάζω κ. ἀπατιμῶ ( άω) (Α) εξευτελίζω, ατιμάζω … Dictionary of Greek
ἀπητιμασμένη — ἀπητῑμασμένη , ἀπατιμάζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπητιμασμένος — ἀπητῑμασμένος , ἀπατιμάζω perf part mp masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)